12. Nokta promeno

Στο κείμενο

  • S-ro – Κύριος - Κος.
  • Pipelbom – Πίπελμπομ
  • peza – βαρύς-ιά-ύ
  • larĝa – πλατύς-ιά-ύ
  • korpo – σώμα
  • aspekto – το να φαίνομαι
  • rolo – ρόλος
  • fakto – γεγονός
  • respekti – το να σέβομαι
  • kontenta – το να ικανοποιώ
  • ofte – συχνός-ή-ό
  • utila – χρήσιμος-η-ο
  • prezenti – το να παρουσιάζω
  • ĝeni – το να ενοχλώ
  • nokto – νύχτα
  • arbo – δέντρο
  • ĉefo – αρχηγός
  • vojo – δρόμος
  • ekster – εκτός, έξω από
  • sovaĝa – άγριος-α-ο
  • bruo – θόρυβος
  • krom – εκτός από
  • tuŝi – το να αγγίζω
  • naturo – φύση
  • ĝenerali – γενικό
  • seki – ξηρός-ή-ό
  • paŝi – το να βηματίζω
  • vivi – το να ζω
  • dolori – το να πονάω
  • agrabla – ευχάριστος-η-ο
  • ju – όσο
  • kastelo – κάστρο
  • des – τόσο
  • Adriano – Αντριάνο
  • viro – άντρας
  • kapabla – ικανός-ή-ό
  • industrio – βιομηχανία
  • polico – αστυνομία
  • persono – πρόσωπο
  • simila – όμοιος-α-ο
  • lasta – τελευταίος-α-ο
  • laŭta – μεγαλόφωνος-η-ο
  • orelo – αφτί
  • momento – στιγμή
  • ambaŭ – και τα δύο
  • direkti – κατεύθυνση
  • zorgi – το να φροντίζω
  • situacio – κατάσταση
  • branĉo – κλάδος
  • rekta – ευθύς-εία-ές
  • besto – ζώο
  • promeni – το να περπατώ
  • kavo – σπηλιά
  • odoro – μυρωδιά
  • preta – έτοιμος-η-ο
  • ajn – οτιδήποτε, καθόλου, '-δήποτε'
  • efektiva – πραγματικός-η-ο
  • miri – το να απορώ
  • koro – καρδιά
  • ŝajni – το να φαίνεται
  • supri – πάνω από
  • buŝo – στόμα
  • provi – το να δοκιμάζω
  • kapti – το να αρπάζω
  • lampo – λάμπα
  • paco – ειρήνη
  • formo – σχήμα
  • teni – το να κρατώ
  • sono – το να ηχώ
  • aŭtoritato – εξουσία
  • nuuuu – ωωωωω
  • eee – εεε
  • fuŝi – το να μπερδεύω
  • klara – καθαρός-ή-ό
  • – ακόμα και
  • tono – ηχητικός τόνος
  • ha – χα
  • bieno – περιουσία
  • grafo – κόμης
  • monto – βουνό
  • kalva – φαλακρός-ή-ό
  • inviti – το να προσκαλώ
  • peti – το να ζητώ
  • teroro – τρόμος
  • kontroli – το να ελέγχω
  • ĉirkaŭ – γύρω από
  • akcepti – αποδεκτός-η-ο
  • perdi – το να χάνω

Περισσότερες

  • – επίθημα -> παλιό-, κακό-