Στο κείμενο
  
  
- 
                    longa
 
        
        – 
μακρύς-ιά-ύ      
- 
                    e 
        
        – 
Κατάληξη Επιρρημάτων      
- 
                    antaŭ 
        
        – 
προ, πριν, μπροστά από      
- 
                    ej 
        
        – 
επίθημα -> τόπος, χώρος που γίνεται κάτι      
- 
                    post 
        
        – 
μετά από, πίσω από      
- 
                    ĝoja
 
        
        – 
το να χαίρομαι      
- 
                    tra 
        
        – 
δια μέσου      
- 
                    strato
 
        
        – 
δρόμος      
- 
                    tago
 
        
        – 
ημέρα      
- 
                    kuko
 
        
        – 
γλύκισμα      
- 
                    ni 
        
        – 
εμείς, εμάς      
- 
                    manĝi
 
        
        – 
το να τρώγω      
- 
                    diri
 
        
        – 
το να λέω      
- 
                    sufiĉa
 
        
        – 
αρκετό-ή-ό      
- 
                    mono
 
        
        – 
χρήμα      
- 
                    kompreni
 
        
        – 
το να καταλαβαίνω      
- 
                    ebl 
        
        – 
επίθημα -> δυνατότητα      
- 
                    cent 
        
        – 
εκατό      
- 
                    dolaro
 
        
        – 
δολλάριο      
- 
                    ho 
        
        – 
ωχ      
- 
                    riĉa
 
        
        – 
πλούσιος-α-ο      
- 
                    kelnero
 
        
        – 
σερβιτόρος      
- 
                    porti
 
        
        – 
το να κρατώ      
- 
                    multa
 
        
        – 
πολύς-λή-ύ      
- 
                    nova
 
        
        – 
νέος-α-ο      
- 
                    serĉi
 
        
        – 
το να ψάχνω      
- 
                    unu 
        
        – 
ένας, μία, ένα      
- 
                    loko
 
        
        – 
τόπος      
- 
                    alia
 
        
        – 
άλλος-η-ο      
- 
                    vizaĝo
 
        
        – 
πρόσωπο      
- 
                    fini
 
        
        – 
το να τελειώνω      
- 
                    per 
        
        – 
με (τη βοήθεια του), μέσω      
- 
                    forta
 
        
        – 
δυνατός-ή-ό      
- 
                    voĉo
 
        
        – 
φωνή      
- 
                    okazi
 
        
        – 
το να συμβαίνω      
- 
                    scii
 
        
        – 
το να ξέρω      
    Περισσότερες
  
  
  
- 
                    afero
 
        
        – 
ζήτημα      
- 
                    aŭ 
        
        – 
ή      
- 
                    kanti
 
        
        – 
το να τραγουδώ      
- 
                    kie 
        
        – 
πού, όπου      
- 
                    kiel 
        
        – 
όπως, σαν, καθώς      
- 
                    nu 
        
        – 
λοιπόν      
- 
                    scii
 
        
        – 
το να ξέρω      
- 
                    sen 
        
        – 
χωρίς, πρόθημα -> στέρηση, έλλειψη      
- 
                    suko
 
        
        – 
χυμός      
- 
                    rapida
 
        
        – 
γρήγορος-η-ο